θωρακικός

From LSJ
Revision as of 08:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκικός Medium diacritics: θωρακικός Low diacritics: θωρακικός Capitals: ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: thōrakikós Transliteration B: thōrakikos Transliteration C: thorakikos Beta Code: qwrakiko/s

English (LSJ)

ή, όν

   A suffering in the chest, Aët.8.63.    II -ικά, τά, with or without μόρια, region of the thorax, Pall.in Hp.2.97, 102 D.

German (Pape)

[Seite 1230] an der Brust leidend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκικός: -ή, -όν, πάσχων νόσον τοῦ θώρακος, «στηθικός», Ἀέτ. σ. 167, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θωρακικός, -ή, -όν) θώραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι»)
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά
τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών
αρχ.
1. αυτός που πάσχει από νόσο του θώρακα, αυτός που έχει στηθικό νόσημα
2. φρ. «θωρακικά μόρια» και «θωρακικά» — τα μόρια του σώματος που ανήκουν στον θώρακα.