νυκτίρεμβος

From LSJ
Revision as of 09:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐρεμβος Medium diacritics: νυκτίρεμβος Low diacritics: νυκτίρεμβος Capitals: ΝΥΚΤΙΡΕΜΒΟΣ
Transliteration A: nyktírembos Transliteration B: nyktirembos Transliteration C: nyktiremvos Beta Code: nukti/rembos

English (LSJ)

ον,

   A strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11 : wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.

Greek Monolingual

νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].