μυρταλίς
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Lacon. for ὀξυμυρρίνη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ίδος, ἡ, lakon. = Vorigem, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυρταλίς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. συκαλίς)].