περιλωπίζω
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
A strip, gloss on (or perh. glossed by) περιδῦσαι, Poll.7.44 ( = Hyp.Fr.263).
German (Pape)
[Seite 582] rings einhüllen, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
περιλωπίζω: περικαλύπτω, περιενδύω, «καὶ περιλωπίσαι, ὅπερ Ὑπερ(ε)ίδης περιδῆσαι εἴρηκεν» Πολυδ. Ζ΄, 44.
Greek Monolingual
Α
καλύπτω ολόγυρα με λώπη, περιενδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λωπίζω / < λώπη «ιμάτιο»].