περίισος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A more than equal, coined as etym. of περισσός, Theol.Ar.13.
Greek Monolingual
-ον, Α
περισσότερος από ίσος, αυτός που περισσεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἴσος.
Full diacritics: περίῐσος | Medium diacritics: περίισος | Low diacritics: περίισος | Capitals: ΠΕΡΙΙΣΟΣ |
Transliteration A: períisos | Transliteration B: periisos | Transliteration C: periisos | Beta Code: peri/isos |
ον,
A more than equal, coined as etym. of περισσός, Theol.Ar.13.
-ον, Α
περισσότερος από ίσος, αυτός που περισσεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἴσος.