φρενοβλαβία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, poet. φρενοβλαβίη, for φρενοβλάβεια, Man.6.599.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, poet. statt φρενοβλάβεια, Maneth. 6, 599.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ φρενοβλάβεια, Μανέθ. 6. 599.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α
βλ. φρενοβλάβεια.