χοιρικός

From LSJ
Revision as of 13:44, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρικός Medium diacritics: χοιρικός Low diacritics: χοιρικός Capitals: ΧΟΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: choirikós Transliteration B: choirikos Transliteration C: choirikos Beta Code: xoiriko/s

English (LSJ)

ή, όν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοῖρον, ὁ τοῦ χοίρου, χοιρικὸς κόπρος Τζέτζ. εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 775, 33.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ χοῑρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός.