χοίρειος
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
English (LSJ)
α, ον, Ep. χοίρεος, η, ον:—
A of a swine, κρέα χοίρεια Ar.Ra.338, X.An.4.5.31; κόπρος Arist.Fr.277; κόπρον χυρίαν (sic) PHolm.25.16.
II χοίρεα (sc. κρέα) pig's-flesh, Od.14.81; χοίρειον φαγεῖν S.E.P.3.223, cf. Hp.Epid.6.4.4.
German (Pape)
[Seite 1362] vom Schweine, schweinern; κρέα Ar. Ran. 338; Xen. An. 4, 5,31; Pollian. 3 (XI, 128).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de cochon, de porc ; τὰ χοίρεια PLUT viande de porc.
Étymologie: χοῖρος.
Russian (Dvoretsky)
χοίρειος: и χοίρεος 3 χοῖρος свиной (κρέα Arph., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
χοίρειος: -α, -ον, Ἐπικ. χοίρεος, η, ον· (χοῖρος)· - ὁ ἀνήκων εἰς χοῖρον, κρέα χοίρεια Ἀριστοφ. Βάτρ. 338, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31· κόπρος Ἀριστ. Ἀποσπ. 255. ΙΙ. χοίρεα (ἐξυπακ. κρέα), χοίρινα κρέατα, κρέατα χοίρου, Ὀδ. Ξ. 81· χοίρειον φαγεῖν Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 223, πρβλ. Ἱππ. 1180Α.
Greek Monolingual
-α, -ο / χοίρειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοίρεος, -έη, -ον, Α χοῖρος
(λόγιος τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός (α. «χοίρειο κρέας» β. χοίρειος κόπρος», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χοίρειον και επικ. τ. χοίρεον
το κρέας του χοίρου, το χοιρινό.
Greek Monotonic
χοίρειος: -α, -ον, Επικ. χοίρεος, -η, -ον (χοῖρος), αυτός που ανήκει στον χοίρο (γουρούνι), σε Αριστοφ., Ξεν.· χοίρεα (ενν. κρέα), κρέας του χοίρου (χοιρινό), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
χοίρειος, η, ον χοῖρος
of a swine, Ar., Xen.; χοίρεα (sc. κρέἀ pig's-flesh, Od.