ἀπερριμμένως
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀπορρίπτω,
A negligently, Aristeas 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερριμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀπορρίπτω, ἀμελῶς, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. 106D.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἀπορρίπτω negligentemente διῳκεῖτο Aristeas 28.