ἀποτιστέον

From LSJ
Revision as of 14:48, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτιστέον Medium diacritics: ἀποτιστέον Low diacritics: αποτιστέον Capitals: ΑΠΟΤΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: apotistéon Transliteration B: apotisteon Transliteration C: apotisteon Beta Code: a)potiste/on

English (LSJ)

(better ἀποτειστέον),

   A one must pay, ζημίαν X.Lac.9.5, cf. PTeb.71, Aristid.Or.46(3).2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτιστέον Ξεν. Λακ. 9. 5.

Spanish (DGE)

hay que pagar ζημίαν X.Lac.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.Or.46.2.

Greek Monotonic

ἀποτιστέον: ρημ. επίθ. του ἀποτίνω, αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει ως εξιλέωση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτιστέον: adj. verb. к ἀποτίνω.