ἡμετέρειος
English (LSJ)
ον,= ἡμεδαπός, Anacr.71, Anaxandr.9.
German (Pape)
[Seite 1166] der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμετέρειος: -ον, = ἡμεδαπός, Ἀνακρ. 75, Ἀναξανδρίδ. Γεροντ. 1.
Greek Monolingual
ἡμετέρειος, -ον (Α)
ημεδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. -ειος (πρβλ. ανθρώπ-ειος, ταρτάρ-ειος)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμετέρειος: Anacr. = ἡμεδαπός I.