ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Full diacritics: ὀρυγμάδες | Medium diacritics: ὀρυγμάδες | Low diacritics: ορυγμάδες | Capitals: ΟΡΥΓΜΑΔΕΣ |
Transliteration A: orygmádes | Transliteration B: orygmades | Transliteration C: orygmades | Beta Code: o)rugma/des |
θόρυβοι, Hsch.
ὀρυγμάδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θόρυβοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορυμαγδός].