ὑπερούριος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, Ion. and poet. for ὑπερόριος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1200] ion. u. poet statt ὑπερόριος, Theocr. 24, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούριος: -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ ὑπερόριος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. ιων. τ.) βλ. υπερόριος.
Greek Monotonic
ὑπερούριος: -ον, Ιων. και ποιητ. αντί ὑπερόριος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερούριος: и 3 ион. = ὑπερόριος.