κυκύιζα
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek Monolingual
κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῑα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].
Frisk Etymological English
Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα and κύκυον τὸν σικυόν H.
See also: s. σίκυος.
Frisk Etymology German
κυκύιζα: {kukúiza}
Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα und κύκυον· τὸν σικυόν H.,
See also: s. σίκυος.
Page 2,46