τυροκομεῖον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A cheese-crate, cheese-rack, Poll.1.251, 7.175.
German (Pape)
[Seite 1164] τό, Käsehorde, Käsedarre, Hesych. u. Poll. 1, 251.
Greek (Liddell-Scott)
τῡροκομεῖον: τό, ἀγγεῖον τυροκόμου, ταρσός, καλαθίσκος πρὸς ἐναπόθεσιν χλωροῦ τυροῦ, Πολυδ. Α΄, 251., Ζ΄, 175.