ἑκουσιασμός
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ὁ,
A free-will offering, ib.2 Es.7.16, Aq.Jd.5.2, etc.
German (Pape)
[Seite 770] ὁ, freiwillige Handlung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκουσιασμός: ὁ, ἐλευθέρα προσφορά, ἑκουσία, Ἑβδ. (2 Ἔσδρ. Ζ΄, 16).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ofrenda voluntaria τοῦ λαοῦ LXX 2Es.7.16
•acto voluntario Aq.Id.5.2, Eus.Nic.Ep.Paulin.8.
Greek Monolingual
ἑκουσιασμός, ο (Α)
ελεύθερη εθελοντική προσφορά.