μοσχομάγειρος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A calf-butcher, POxy.1764.6 (iii A.D.).
Greek Monolingual
μοσχομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»].
Full diacritics: μοσχομάγειρος | Medium diacritics: μοσχομάγειρος | Low diacritics: μοσχομάγειρος | Capitals: ΜΟΣΧΟΜΑΓΕΙΡΟΣ |
Transliteration A: moschomágeiros | Transliteration B: moschomageiros | Transliteration C: moschomageiros | Beta Code: mosxoma/geiros |
[ᾰ], ὁ,
A calf-butcher, POxy.1764.6 (iii A.D.).
μοσχομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»].