μοσχομάγειρος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχομάγειρος Medium diacritics: μοσχομάγειρος Low diacritics: μοσχομάγειρος Capitals: ΜΟΣΧΟΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: moschomágeiros Transliteration B: moschomageiros Transliteration C: moschomageiros Beta Code: mosxoma/geiros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, calf-butcher, POxy.1764.6 (iii A.D.).

Greek Monolingual

μοσχομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»].