εταιρώ

From LSJ
Revision as of 18:51, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

ἑταιρῶ, -έω (Α) εταίρος
1. κάνω παρέα με κάποιον
2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.)
3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» — ψευδής, επίπλαστη ή πορνική φιλία
4. μέσ. ἑταιροῦμαι
(για γυναίκες και άντρες) πορνεύομαι.