τελεσσίνοος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A = τελεσσίφρων, Orph.A.1311.
German (Pape)
[Seite 1085] poet. = τελεσίνοος, Orph. Arg. 1308.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίνοος: -ον, = τελεσσίφρων, Ὀρφ. Ἀργ. 1308.