θυρσίτης
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,= ὠκιμοειδές, catchfly, Silene gallica Ps.-Dsc.4.28 (with
A v.l. -ῖτις).
Greek (Liddell-Scott)
θυρσίτης: ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.
Greek Monolingual
θυρσίτης, ὁ (Α) θύρσος
1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές
2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι.