closed
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
closed, adj. P. and V. κλειστός, κλῃστός, κληϊστός, ἔμφιμος, ἀσφάλιστος, ἀπαράνοικτος (Eur., Fragment).