communion
English > Greek (Woodhouse)
substantive
intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ.
share, partnership: P. and V. κοινωνία, ἡ, Ar. and P. μετουσία, ἡ; see intercourse.
intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ.
share, partnership: P. and V. κοινωνία, ἡ, Ar. and P. μετουσία, ἡ; see intercourse.