Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετουσία

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετουσία Medium diacritics: μετουσία Low diacritics: μετουσία Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΑ
Transliteration A: metousía Transliteration B: metousia Transliteration C: metousia Beta Code: metousi/a

English (LSJ)

ἡ,
A participation, partnership, communion, μ. ἑορτῆς Ar. Ra.446; μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ' ἔχειν Id.Th.152; σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μ.; D.18.128; πεδίων μ. enjoyment, means of using, X.Cyr.8.5.23; τῶν δικαίων D.15.29; τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Id.21.124, cf. SIG426.24 (Teos, iii B.C.), IG12(3).1296.23 (Thera, ii B.C.), OGI229.77.
II in Philos., = μέθεξις, participation in the universal by the particular, κατὰ μετοχήν τε καὶ μ. Polyxenus ap.Alex.Aphr. in Metaph.84.18; ὁ μὲν αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ Plot.6.1.9, cf. 5.3.15, Procl.in Prm.p.557 S.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, Teilnahme, οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; μετουσία ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 participation, communauté;
2 possession ; domination.
Étymologie: part. de μέτειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

μετουσία: ἡ тж. pl.
1 участие (ἑορτῆς Arph.);
2 пользование, обладание (αἱ τῆς ἰσηγορίας καὶ αἱ τῆς ἐλευθεοιας μετουσίαι Dem.): μ. τοῦ πεδίου Xen. воен. господство (преобладание, превосходство) в открытом поле.

Greek (Liddell-Scott)

μετουσία: ἡ, μετοχή, συμμετοχή, κοινωνία, μ. ἔχειν τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 443, πρβλ. Θεσμ. 152· σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μετουσία; Δημ. 269. 26: ἱππικὸν δὲ καταστήσας Περσῶν πεποίηκε Πέρσαις καὶ πεδίων εἶναι μετουσίαν, ἔκαμε τοὺς Πέρσας νὰ ἔχωσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ πεδιάδας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 23: μέθεξις, τῶν δικαίων Δημ. 199. 15· τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῖν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Δημ. 555. 17· οἷς [ἐστι] ἡ μ. τοῦ σημείου Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2891b.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετουσία) μέτειμι (Ι)]
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ἡ θεία μετουσία» — η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία
αρχ.
1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς», Αριστοφ.)
2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα
3. (φιλοσ.) συμμετοχή του μέρους στο σύνολο, στο όλο.

Greek Monotonic

μετουσία: ἡ, συμμετοχή, συνεργασία, κοινωνία (μετοχή), τινός, ενός πράγματος, σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

μετουσία, ἡ,
participation, partnership, communion, τινός, in a thing, Ar., Dem.

English (Woodhouse)

partnership, share, participation in, partnership in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)