deprive
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν; (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν; (τινά τινος).
help (a person) in depriving: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).
be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι; (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι; (gen.).
be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).
deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gen.), ἄμοιρος (gen.) (Plato), V. ἄμμορος (gen.).