Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
act of disfiguring: P. and V. διαφθορά, ἡ, λώβη, ἡ (Plato), λύμη. ἡ (Plato), αἰκία, ἡ, αἴκισμα, τό, P. αἰκισμός, ὁ.
deformity: P. αἶσχος, τό (Plato), πονηρία, ἡ (Plato).
ugliness: P. αἶσχος, τό (Plato); see ugliness.