human
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἀνθρώπειος, P. ἀνθρώπινος, Ar. and P. ἀνθρωπικός (rare).
human sacrifices, subs.: V. θυσίαι βροτοκτόνοι.
half-human, adj.: V. μιξόθηρ.
mortal: P. and V. θνητός, V. βρότειος, βροτήσιος.
more than human: P. and V. μείζων ἢ κατ' ἄνθρωπον (Isoc.), V. οὐ κατ' ἄνθρωπον.
in all human probability: P. κατὰ τὸ ἀνθρώπειον.
German > Latin
human, humanus. – Adv.humane od. humaniter. Vgl. »freundlich, gefällig, höflich«.