moon
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
P. and V. σελήνη, ἡ, V. μήνη, ἡ, Ar. σεληναία, ἡ.
full moon: P. and V. πανσέληνος, ἡ, V. κύκλος πανσέληνος, ὁ.
he said was full moon: P. (ἔφη) εἶναι πανσέληνον (Andoc. 6).
new moon: Ar. and P. νουμηνία, ἡ.