outdo
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερέχειν (gen.), ὑπερφέρειν (acc. or gen.), ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.), περιεῖναι (gen.), ὑπεραίρειν (gen.).
go beyond: P. and V. παρέρχεσθαι (acc.).