solitary
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English > Greek (Woodhouse)
adjective
inhospitable: V. ἀπάνθρωπος, ἀγείτων.
alone: P. and V. μόνος, V. μοῦνος, οἶος, μονάς, μονόρρυθμος, οἰόζωνος, μονόστολος, μονοστιβής.