ἀγείτων
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
ἀγείτον, gen. ονος, neighbourless, πάγος A.Pr.272; οἶκος φίλων ἀ. E.El.1130; ἄφιλος καὶ ἀ. Plu.2.423e.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
que no tiene vecindad, que carece de vecinos πάγος A.Pr.270, ἀ. οἶκος ἴδρυται φίλων; E.El.1130, ὁ κόσμος Plu.2.423d.
German (Pape)
[Seite 11] ονος, ohne Nachbar, einsam, πάγος, Aesch. Prom. 270; οἶκος ἀγ. φίλων Eur. El. 1130; Ep. ad. 236 (Plan. 256) heißt Ἀρχίλοχος ἐρημοφίλας καὶ ἀγ. Auch in sp. Prosa: Plut. de def orac. 24.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
sans voisin, solitaire.
Étymologie: ἀ, γείτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀγείτων: gen. ονος не имеющий соседей, безлюдный (πάγος Aesch.): ἀ. οἶκος φίλων Eur. дом без соседей и друзей; οὐκ εἰκὸς ἀγείτονα τὸνδε κόσμον σαλεύειν Plut. неправдоподобно, чтобы этот мир носился одиноко (т. е. чтобы не было других миров во вселенной).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἄνευ γείτονος, πάγος, Αἰσχύλ. Πρ. 270, οἶκος φίλων ἀγ., Εὐρ. Ἠλ. 1130· ἄφιλος καὶ ἀγείτων, Πλούτ. 2. 423D.
Greek Monotonic
ἀγείτων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που δεν έχει γείτονα, σε Αισχύλ.· φίλων ἀγείτων, αυτός που δεν έχει καθόλου φίλους ως γείτονες, σε Ευρ.
Middle Liddell
without neighbour, neighbourless, Aesch.; φίλων ἀγ. with no friends as neighbours, Eur.