star-gazer
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. μετεωροσκόπος, ὁ, or use P. μετεωρολόγος, ὁ, μετεωρολέσχης, ὁ, Ar. μετεωροσοφιστής, ὁ.