Διπολιώδης

From LSJ
Revision as of 13:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δῑπολιώδης Medium diacritics: Διπολιώδης Low diacritics: Διπολιώδης Capitals: ΔΙΠΟΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: Dipoliṓdēs Transliteration B: Dipoliōdēs Transliteration C: Dipoliodis Beta Code: *dipoliw/dhs

English (LSJ)

ες,    A like the feast of Dipolia, old-world, Ar.Nu.984.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑπολιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, παμπάλαιος, Ἀριστοφ. Νεφ. 984.

Spanish (DGE)

(Δῑπολιώδης) -ες
como las fiestas Dipolias ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias Ar.Nu.984.

Greek Monotonic

Δῑπολιώδης: -ες (εἶδος), όπως το Διπόλια, δηλ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Δῑπολι-ώδης, ες [from Δῑπόλεια] adj εἶδος
like the Διπόλια, i. e. obsolete, out of date, Ar.