Ξενοφώντειος
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
from Xenophon: hence Adj. Ξενοφώντειος, Ξενοφώντεια, Ξενοφώντειον, A Xenophonian, of Xenophon or by Xenophon, λόγοι D.Chr.18.18.
Greek Monolingual
ξενοφώντειος, -εία, -ον (Α) Ξενοφών
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.).