αὐτόθηκτος

From LSJ
Revision as of 14:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόθηκτος Medium diacritics: αὐτόθηκτος Low diacritics: αυτόθηκτος Capitals: ΑΥΤΟΘΗΚΤΟΣ
Transliteration A: autóthēktos Transliteration B: autothēktos Transliteration C: aftothiktos Beta Code: au)to/qhktos

English (LSJ)

ον,    A self-sharpened, epith. of cold-forged iron, A.Fr.356.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόθηκτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν ξίφος, «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371.

Spanish (DGE)

-ον
naturalmente afilado o templado αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal templado en su estado natural A.Fr.356.

Greek Monolingual

αὐτόθηκτος, -ον (Α) θήγω
αυτός που έχει ακονιστεί από μόνος του, πολύ καλά ακονισμένος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόθηκτος: дор. αὐτόθακτος 2 сам по себе отточенный, т. е. не требующий точки (ξίφος Aesch.).