δίμετρος

From LSJ
Revision as of 17:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμετρος Medium diacritics: δίμετρος Low diacritics: δίμετρος Capitals: ΔΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: dímetros Transliteration B: dimetros Transliteration C: dimetros Beta Code: di/metros

English (LSJ)

ον, of a verse,    A having two metres, Heph.5.3, etc.    II δίμετρον, τό, double measure, LXX 4 Ki.7.1, al.

German (Pape)

[Seite 631] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δίμετρος: -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε διποδία.

Greek Monolingual

-η και -ος, -ο (AM δίμετρος, -ον)
(μετρ.)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν)
στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο»)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτραδίμετρος παύση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμετρον
δύο μέτρα.

Russian (Dvoretsky)

δίμετρος: ὁ стих. диметр, двухчастный размер.