δεξιοβόλος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A v. δεξιολάβος.
German (Pape)
[Seite 546] mit der Rechten werfend, N. T., v. l. für δεξιολάβος.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιοβόλος: ὁ, ἴδε δεξιολάβος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ tirador diestro, certero prob. un tipo de guardián Act.Ap.23.23 (var., cf. δεξιολάβος).
Russian (Dvoretsky)
δεξιοβόλος: ὁ v. l. = δεξιολάβος.
Chinese
原文音譯:dexiol£boj 得克西哦-拉波士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:右-得著(者)
字義溯源:衛士,持槍者,長槍手,小武器士兵;源自(δεξιός)=右邊);由(δέχομαι)*=領受)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 長槍手(1) 徒23:23