δαιτρεία
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
English (LSJ)
ἡ, A place where meat is cut up, Hdn.Epim.19.
German (Pape)
[Seite 516] ἡ, Kochkunst, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρεία: ἡ, τόπος, ἐν ᾧ τὸ κρέας κόπτεται, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 19.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ carnicería Hdn.Epim.19.