διάνυσις
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, A distance traversed, δ. ἡμερήσιαι day's journeys, Ptol.Geog.1.8.1, cf. 1.9.5. II accomplishment, ἔργων Iamb.Myst. 4.3.
German (Pape)
[Seite 593] ἡ, Vollendung, des Weges, der Weg selbst, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
διάνῠσις: -εως, ἡ, ἡ ἐκτέλεσίς τινος, ταξείδιον, πορεία, Πτολεμ. Γεωγρ. 19. 2., 26. 1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 distancia recorrida κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν Ptol.Geog.1.7.3, ἡ ἡμερασία δ. Ptol.Geog.1.9.7, cf. 8.1, 3, περιπάτοις δεῖ πάλιν χρῆσθαι καὶ διανύσει τινί Archig. en Aët.9.35 (p.364).
2 trayectoria φαντασίας ... διεξόδου τινὸς οὔσης καὶ διανύσεως αὐτοῦ Dexipp.in Cat.10.23, cf. Simp.in Cat.309.11.
3 cumplimiento, realización c. gen. obj. τῶν ἔργων δ. Iambl.Myst.4.3.