realización
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Spanish > Greek
ἐνέργεια, ἐνέργημα, ἄνη, διάνυσις, ἀποτέλεσμα, ἀπόδειξις, γένεσις, ἀποπλήρωσις, ἀντίτυπος, ἐνεργητός, ἀπεργασία, ἄνυσμα, ἐναποτέλεσμα, ἀπαρτισμός, ἀπόδοσις