διακολακεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A vie with each other in flattery, Isoc.12.159:—Act. only as v.l. in Sch.E.Or.714.
Greek (Liddell-Scott)
διακολᾰκεύομαι: μέσ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
rivaliser de flatterie.
Étymologie: διά, κολακεύω.
Spanish (DGE)
1 rivalizar en lisonjas Isoc.12.159.
2 tard. v. act. adular τὸν τῶν Ἀργείων ὄχλον Sch.E.Or.714D. (ap. crít.).
Greek Monolingual
διακολακεύομαι (Α)
συναγωνίζομαι κάποιον στην κολακεία.
Russian (Dvoretsky)
διακολᾰκεύομαι: льстить наперебой, соревноваться в лести (πρός τινα Isocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακολακεύομαι [διά, κολακεύω] wedijveren in vleierij.