δολομήχανος
English (LSJ)
ον, A contriving wiles, Ἄρης Simon.43 (codd. of Sch.A.R.), Theoc.30.25.
German (Pape)
[Seite 655] von schlauen Künsten, Ränken voll; Simonid. bei Schol. Ap. Rh. 3, 26.
Greek (Liddell-Scott)
δολομήχᾰνος: -ον, μηχανώμενος δόλια τεχνάσματα, Ἄρης Σιμων. 53, πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1140. 1.
Spanish (DGE)
(δολομήχᾰνος) -ον
• Alolema(s): dór. -μάχ- Theoc.30.25
urdidor de engaños τὸν Ἄρη δολομηχάνῳ τέκεν Simon.70, Ἔρως Theoc.l.c., ἄτη Opp.H.3.278, ἐλπὶς χάρμης Nonn.D.21.319, del diablo, Gr.Naz.M.37.1399A, cf. IGChOcc.606 (crist.).