δωρεαστικός
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ή, όν, A concerning grants, γράμμα PMasp. 13.26 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio de una donación δ. ... γράμμα acta de donación, PMonac.13.26 (VI d.C.), συμβόλαιον PMasp.340ue.123 (VI d.C.)
•subst. (τὸ) δ. documento de donación δωρεαστικὸν διαφόρων πραγμάτων CPR 10.122.8 (VI d.C.).
2 adv. -ῶς generosamente, graciosamente οἰκίαν ἀποδώσει δ. Anon.in Rh.18.5.