εἰκοσαετηρίς
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A period of twenty years, Ptol.Tetr.205.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): εἰκοσετ- D.C.58.24.1
1 período de veinte años Ptol.Tetr.4.10.7.
2 vicenales fiestas del vigésimo aniversario de los emperadores romanos τὴν δεκετηρίδα τὴν δευτέραν ἑώρτασαν. οὕτω γὰρ αὐτὴν, ἀλλ' οὐκ εἰκοσετηρίδα ὠνόμαζον D.C.l.c., εἰ. τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας Soz.HE 1.25.1, cf. Socr.Sch.1.38, Eus.HE 8.13.9.