εὔπυργος
English (LSJ)
ον, A well-towered, of fortified towns, Τροίην εὔ. 11.7.71, cf. Hes.Sc.270, B.5.184, AP9.62 (Even.): poet. ἠΰπυργος prob. in Pi. N.4.12.
German (Pape)
[Seite 1092] mit schönen Thürmen, wohlumthürmt, d. i. gut befestigt, Τροίη Il. 7, 71; πόλις Hes. Sc. 270; Αἰακιδᾶν ἕδος ἠΰπ. Pind. N. 4, 12; sp. D., τείχη Euen. 14 (IX, 62).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπυργος: -ον, ἔχων καλοὺς πύργους, ἐπὶ τετειχισμένων πόλεων, Τροίην εὔπυργον Ἰλ. Η. 71, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270· ποιητ. ὡσαύτως ἠΰπυργος Πινδ. Ν. 4. 19, Βακχυλ. 5. 184 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
εὔπυργος και ἐύπυργος και ἠύπυργος, -ον (Α)
(για πόλη) με ωραίους, δυνατούς πύργους, με καλή οχύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πύργος.
Greek Monotonic
εὔπυργος: -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπυργος: дор. ἠΰπυργος 2 с хорошими башнями, т. е. сильно укрепленный (Τροίη Hom.; πόλις Hes.; Αἰακιδᾶν ἕδος Pind.; τείχη Anth.).