θαιραῖος

From LSJ
Revision as of 21:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιραῖος Medium diacritics: θαιραῖος Low diacritics: θαιραίος Capitals: ΘΑΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: thairaîos Transliteration B: thairaios Transliteration C: thairaios Beta Code: qairai=os

English (LSJ)

α, ον,    A for axles, ξύλα Poll.1.253.

German (Pape)

[Seite 1181] s. θαιρός.

Greek Monolingual

θαιραῑος, -αία, -ον (Α) θαρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.).