θεραπευτέον

From LSJ
Revision as of 21:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτέον Medium diacritics: θεραπευτέον Low diacritics: θεραπευτέον Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΕΟΝ
Transliteration A: therapeutéon Transliteration B: therapeuteon Transliteration C: therapefteon Beta Code: qerapeute/on

English (LSJ)

   A one must do service to, τοὺς θεούς X.Mem.2.1.28.    2 one must court, flatter, τοὺς ἀκούοντας ἐπαίνῳ Arist.Rh.Al.1436b32.    II one must cultivate, τὴν γῆν X.l.c.    2 one must treat medically, Pl.R.408b, Dsc.Eup.1.101.    3 one must prepare fat, Id.2.76.    III Adj. θεραπευτέος, α, ον, to be courted, Luc.Merc.Cond.38.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεραπεύω, δεῖ θεραπεύειν, Ξεν. Άπομν. 2. 1, 28, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 30. 7, Πλάτ. Πολ. 408B.

Greek Monotonic

θερᾰπευτέον:I. ρημ. επίθ. του θεραπεύω, κάποιος πρέπει να υπηρετεί τοὺς θεούς, σε Ξεν.
II. 1. κάτι που πρέπει να καλλιεργηθεί, τὴν γῆν, σε Πλάτ.
2. κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, στον ίδ.