θυΐδιον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A v. θυείδιον.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, = θυείδιον.
Greek (Liddell-Scott)
θυΐδῐον: ἴδε θυείδιον.
Russian (Dvoretsky)
θυΐδιον: τό Arph. v. l. = θυείδιον.