κάθιξις
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
εως, ἡ, A arrival at a point, τῆς συναφῆς Vett.Val.244.35.
Greek Monolingual
κάθιξις, ἡ (Α) καθικνούμαι
άφιξη σε ένα σημείο.