κίνναμον
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
τό, later form for κιννάμωμον, Plin.HN12.86; A cinnamus, Gloss.:—gen. κῐνάμοιο, Nic.Th.947.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, = κιννάμωμον, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κίννᾰμον: τό, τύπος μεταγεν. ἀντὶ τοῦ κιννάμωμον, Πλίν.
Greek Monolingual
κίνναμον, τὸ (ΑΜ)
το κιννάμωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κιννάμωμο].
Russian (Dvoretsky)
κίννᾰμον: τό Plin. = κιννάμωμον.